θρονιάζω — (Μ θρονιάζω) [θρόνος] (για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω νεοελλ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου 2. μέσ. θρονιάζομαι α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα μσν. καθαγιάζω,… … Dictionary of Greek
φυλλιάζω — και φελλιάζω Ν (σχετικά με δένδρα) μπολιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ φύλλιον «μπόλι» (πρβλ. θρονιάζω < ἐν θρονιάζω, θυμούμαι < ενθυμούμαι)] … Dictionary of Greek
αθρόνιαστος — η, ο [θρονιάζω] 1. αυτός που δεν εγκαταστάθηκε, δεν τοποθετήθηκε σε θρόνο (αναφέρεται κυρίως σε αρχιερείς) 2. (για ναό) εκείνος που δεν εγκαινιάστηκε, στον θρόνο τού οποίου δεν κάθισε αρχιερέας για να τόν εγκαινιάσει … Dictionary of Greek
θρονίζω — (ΑΜ θρονίζω) [θρόνος] 1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα 2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο αρχ. παθ. μυούμαι … Dictionary of Greek
θρόνιασμα — το [θρονιάζω] 1. ενθρόνιση 2. εγκατάσταση … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
târnosi — TÂRNOSÍ, târnosesc, vb. IV. tranz. A îndeplini, cu ritualul prevăzut, slujba de inaugurare a unei biserici; a sfinţi. – Din scr. tronosati. Trimis de LauraGellner, 25.06.2004. Sursa: DEX 98 TÂRNOSÍ vb. (bis.) a consacra, a sfinţi. (A târnosi o… … Dicționar Român